προβρεχω

προβρεχω
    προβρέχω
    προ-βρέχω
    предварительно смачивать, протравлять
    

(τὰ βαπτόμενα ἐν τοῖς στρυφνοῖς Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προβρεχω" в других словарях:

  • προβρέχω — Α βρέχω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προβρέχω — πρό βρέχω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg πρό βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»